- καντηλήθρα
- ηστήριγμα από φελλό στο οποίο στηρίζεται το φιτίλι στις καντήλες: Η καντήλα αυτή δεν έχει καντηλήθρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καντηλήθρα — η μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι τού καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη τού δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
αφαλός — ο και αφάλι, το 1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός 2. ο ομφάλιος λώρος 3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας») 4. η καντηλήθρα 5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια … Dictionary of Greek
κανδηλήθρα — η βλ. καντηλήθρα … Dictionary of Greek
καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που … Dictionary of Greek
μολυβήθρα — η·1. τεμάχιο μολύβδου, βαρίδι, που προσαρμόζεται στο άκρο τής ορμιάς και στη βάση τών διχτιών για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό 2. το βαρίδι τής στάθμης τών χτιστών 3. η καντηλήθρα 4. μολύβδινο έλασμα με το οποίο περιέβαλλαν τον πυριτόλιθο στα… … Dictionary of Greek
φιτρί — το, Ν καντηλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁπτρίν / ἁπτρίον, υποκορ. τού ἅπτρα (< ἅπτω «ανάβω»]. Ο τ. φιτρί έχει προέλθει από τον τ. ἁπτρίν / ἁφτρίν ως εξής: ο τ. ἁφτρίν στον πληθ. με συνεκφορά τού άρθρου έδωσε τ. τἁφτρία, ο οποίος στη συνέχεια… … Dictionary of Greek